- μηλίνους
- μήλινοςof an apple-treemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHRSOBALANOS — h. e. Palmula aurea, memorata Galeno et Charitoni, quibusdam nux est myristica; Salmasio caryota palmula Babylonica, de qua Xenophon, Η῞δε ὄψις ἠλέκτρου οὐδὲν διέφερε, Aspectus eius ab electro nihil differt: Color autem electri aureus. Certe… … Hofmann J. Lexicon universale
μήλινος — η, ο (ΑΜ μήλινος, ίνη, ον, Α δωρ. τ. μάλινος, ίνη, ον) [μήλον (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή αυτός που προέρχεται από τη μηλιά νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μηλίνη αλοιφή που παρασκευάζεται με βάση τον χυμό τών μήλων αρχ. 1. αυτός που … Dictionary of Greek